- ῥαγάδιον
- ῥᾰγάδιον, τό, Dim. of ῥαγάς, Cels.6.18.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ραγάδιον — τὸ, Α [ῥαγάς, άδος] (με υποκορ. σημ.) μικρή ρωγμή, σχισμή … Dictionary of Greek